- λαθυρισμός
- ο отравление латирисом (примешанным к муке)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
λαθυρισμός — ο ιατρ. δηλητηρίαση που προκαλείται από τη βρώση τών καρπών τού φυτού λαθούρι, ένα είδος τού οποίου είναι η φάβα, και η οποία εκδηλώνεται με σπαστική παραπληγία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. lathyrisme < νεολατ. lathyrus (< λάθυρος)… … Dictionary of Greek